Translate

Σάββατο 22 Αυγούστου 2020

Πώς η αντεπανάσταση στην ΕΣΣΔ παρέδωσε τον ρωσικό αθλητισμό στη μαφία

Πώς η αντεπανάσταση στην ΕΣΣΔ παρέδωσε τον ρωσικό αθλητισμό στη ...


Αντιγράφουμε ένα απόσπασμα απ’ το βιβλίο του Declan Hill

“Τα στημένα – Ποδόσφαιρο και Οργανωμένο Έγκλημα” (Εκδόσεις Πολύτροπον)

και πιο συγκεκριμένα από το κεφάλαιο “Να στήσει κανείς ή να μη στήσει;”,

που αναφέρεται κυρίως στον ρωσικό αθλητισμό και τον έλεγχό του από τη ρωσική μαφία,

μετά την επικράτηση της αντεπανάστασης.
Το ερώτημα είναι γιατί έχουν χάσει τη ζωή τους τόσο πολλοί άνθρωποι στο ρωσικό αθλητισμό; 
Οφείλεται σε ένα διεστραμμένο πάθος με τα σπορ; Σε μια παθολογική αγάπη για το ποδόσφαιρο 
που οδηγεί σε λουτρά αίματος; Σε μια εγκληματική μορφή του ακραίου χουλιγκανισμού;
Στις αρχές της δεκαετίας του ’90, ο κύριος λόγος που οι μαφιόζοι έμπαιναν στο χώρο 
του ρωσικού ποδοσφαίρου ήταν ότι ο έλεγχος αθλητικών ομάδων
 τους παρείχε σημαντικά επιχειρηματικά πλεονεκτήματα. 
Η ιστορία αρχίζει το 1993, όταν ο Μπόρις Γέλτσιν -σε μια κρίση αυτοκρατορικής μεγαλομανίας 
που θα έκανε ακόμα και ένα Τσάρο να κοκκινίσει- διόρισε τον πρώην προπονητή του στο τένις,
 Σαμίλ Τάρπιτσεφ, Υπουργό Αθλητισμού. 
Η ρωσική οικονομία βρισκόταν σε ελεύθερη πτώση και η πάλαι ποτέ 
κραταιά σοβιετική αθλητική μηχανή κατέρρεε. 
Ορισμένοι κορυφαίοι αθλητικοί σύλλογοι ήταν τόσο φτωχοί
 που οι ποδοσφαιριστές ήταν αναγκασμένοι να μοιράζονται τις άπλυτες φανέλες τους. 
Λίγα χρόνια αργότερα, σε μια προπόνηση της ΤΣΣΚΑ Μόσχας, 
είδα τους ποδοσφαιριστές να ανταλλάζουν φανέλες και παπούτσια. 
Ο Τάρπιστσεφ πρότεινε στον Γέλτσιν να επιτρέψει στους αθλητικούς συλλόγους 
να εισαγάγουν αλκοόλ και καπνά αφορολόγητα, προκειμένου να κερδίσουν μερικά επιπλέον χρήματα. 
Αυτή ήταν μια τεράστια παραχώρηση. 
Ο Τζιμ Μούντι, διευθυντής της υπηρεσίας οργανωμένου εγκλήματος του FBI, 
υποστηρίζει ότι “σχεδόν το 30 τοις εκατό, ίσως και περισσότερο” 
από όλα τα χρήματα της ρωσικής κυβέρνησης προέρχονταν από όρους στα καπνά και το αλκοόλ. 
Η ιδέα ήταν κάθε αθλητικό σωματείο να μπορεί να εισαγάγει όσο αλκοόλ ή καπνό επιθυμούσε. 
Αυτό τους έδωσε ένα τεράστιο εμπορικό πλεονέκτημα έναντι άλλων νόμιμων εισαγωγέων αυτών των προϊόντων. 
Οι Ρώσοι μαφιόζοι, λοιπόν, χρειάστηκαν γύρω στα 3 δευτερόλεπτα για να συνειδητοποιήσουν
 ότι έπρεπε πάση θυσία να μπουν στον αθλητισμό. 
Ως εκ τούτου, διάφορες μαφιόζικες οργανώσεις απέκτησαν τον έλεγχο διαφορετικών συλλόγων
 και άρχισαν να ανταγωνίζονται στην αφορολόγητη εισαγωγή αυτών των προϊόντων. 
Καμία μεμονωμένη ομάδα της μαφίας δεν κατόρθωσε να ελέγξει την αθλητική αγορά, 
μολονότι βέβαια όλες προσπάθησαν, όπως δείχνει ο μακρύς κατάλογος των θυμάτων.
Ορισμένοι Ρώσοι δημοσιογράφοι με τους οποίους μίλησα υποστηρίζουν 
ότι τα περισσότερα περιστατικά βίας σημειώθηκαν τις “παλιές κακές μέρες”, 
τα πρώτα δηλαδή χρόνια μετά την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης, 
όταν οι μαφιόζοι γυρνούσαν στους δρόμους και εκτελούσαν όποιον απειλούσε την επέκταση της εξουσίας τους. 
Ο αθλητισμός δε διαφέρει από τις άλλες βιομηχανίες, συνεχίζει το επιχείρημα. 
Το 1993, πχ, δεκάδες πρόεδροι ιδιωτικών τραπεζών της Μόσχας εκτελέστηκαν σε μαφιόζικες επιθέσεις. 
Ούτε αποτελούν εξαίρεση το ποδόσφαιρο και το χόκεϊ. 
Το 1999, η BMW της αθλήτριας του καλλιτεχνικού πατινάζ, 
Μαρία Μπουτίρσκαγια, ανατινάχθηκε σε μια μυστηριώδη επίθεση. 
Ο Σεβαλιέ Νουσούγεφ, πρόεδρος της Ρωσικής Ομοσπονδίας Νεανικού Αθλητισμού,
 δολοφονήθηκε σε μαφιόζικη επίθεση και ο δεκαοχτάχρονος πυγμάχος, πρωταθλητής Ευρώπης 
στην κατηγορία των νέων, Σεργκέι Λατούσκο, 
έπεσε σε ενέδρα και δολοφονήθηκε με οκτώ σφαίρες στο στήθος και το κεφάλι, 
καθώς έφευγε από μια προπόνηση. Αυτά είναι μερικά μόνο παραδείγματα, 
αλλά υπάρχουν και πολλά άλλα, από διάφορα αθλήματα.
Ως ένα βαθμό, ωστόσο, οι δημοσιογράφοι έχουν δίκιο: 
το ποσοστό των δολοφονιών στον αθλητισμό έχει μειωθεί.
 Εξακολουθούν βέβαια να σημειώνονται φόνοι και βίαια περιστατικά 
αλλά όχι στο βαθμό που συνέβαιναν πριν μια δεκαετία. 
Ωστόσο υπάρχουν υπόγεια ρεύματα στον σημερινό ρωσικό αθλητισμό 
που ίσως μοιάζουν ακατανόητα σ’ έναν εξωτερικό παρατηρητή. 
Τη δεκαετία του ’90, για παράδειγμα, 
το FBI προσκόμισε στο δικαστήριο έγγραφα που αποδεικνύουν 
ότι επικεφαλής της ρωσικής μαφίας στην Αμερική ήταν ο Βιάτσεσλαβ Ιβανκόφ. 
Ο Ιβανκόφ καταδικάστηκε, μεταξύ άλλων, σε δεκαετή κάθειρξη για τον έλεγχο ενός κυκλώματος εκβιασμών 
απ’ την περιοχή Μπράιτον Μπιτς του Μπρούκλιν.
 Οι δικαστικές ακροάσεις αφορούσαν εν μέρει την εταιρεία Slavic Inc.,
 η οποία υποτίθεται ότι ξέπλενε χρήματα για λογαριασμό του Ιβανκόφ. 
Το όνομα, ωστόσο, του τελευταίου δεν περιλαμβανόταν στα έγγραφα της εταιρείας. 
Αντίθετα, ως πρόεδρός της εμφανιζόταν ο Σλάβα Φετίσοφ,
 διάσημος αθλητής του χόκεϊ και διεθνής με την εθνική ομάδα της Ρωσίας,
 ο οποίος είχε αγωνιστεί σε κορυφαίες ομάδες της Σοβιετικής Ένωσης και της Βόρειας Αμερικής.
 Στην καριέρα του είχε κερδίσει πολλά πρωταθλήματα Ρωσίας και Αμερικής, 
καθώς και ολυμπιακά μετάλλια. 
Ο Φετίσοφ δεν εξήγησε ποτέ με πειστικό τρόπο πώς το όξομά του κατέληξε 
στα έγγραφα μιας εταιρείας που κατά το FBI συνδεόταν με το αφεντικό της ρωσικής μαφίας. 
Ο Σλάβα Φετίσοφ, μιλώντας στους συναδέλφους μου από την εκπομπή Frontline
 και στον Ρόμπερτ Φρίντμαν, τον ανεξάρτητο δημοσιογράφο που αποκάλυψε το θέμα, 
αρνήθηκε ότι ο Ιβανκόφ είχε κάποια σχέση με την εταιρεία (αν και ο συνήγορός του, 
Μπάρι Σλότνικ, επιβεβαίωσε ότι ο Ιβανκόφ είχε σχέσεις με την εταιρεία, η οποία όμως ήταν μια νόμιμη εταιρεία 
εισαγωγών-εξαγωγών). Ο Φετίσοφ έχει επιστρέψει στη Μόσχα. Σήμερα, εν έτει 2008, είναι Υπουργός Αθλητισμού.

http://www.katiousa.gr/athlitismos/pos-i-antepanastasi-stin-essd-paredose-ton-rosiko-athlitismo-sti-mafia/

https://fanthis.blogspot.com/2020/08/blog-post_864.html

https://crimsonfox21.blogspot.com/2020/08/blog-post_18.html


Σωτηρία Μπέλλου

Αφιέρωμα στην Σωτηρία Μπέλλου | ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ | ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ

Κορυφαία τραγουδίστρια του λαϊκού και ρεμπέτικου τραγουδιού. Γεννήθηκε στις 22 Αυγούστου 1921 
στο χωριό Χάλια της Χαλκίδας. 
Ήταν μέλος εύπορης οικογένειας και η μεγαλύτερη από τα τέσσερα αδέλφια της. Είχε το όνομα του αγαπημένου της παππού, Σωτήρη Παπασωτηρίου, που ήταν παπάς στο Σχηματάρι. Στο πλευρό του, «ζυμώθηκε» από μικρή με τους εκκλησιαστικούς ήχους και τη βυζαντινή μουσική. Τραγουδίστρια αποφάσισε να γίνει όταν είδε στον κινηματογράφο την ταινία «Η Προσφυγοπούλα» με τη Σοφία Βέμπο
Οι γονείς της, όμως, είχαν αντιρρήσεις κι έτσι σε ηλικία 17 ετών αποφάσισε να κατεβεί μόνη στην Αθήνα. Εκεί παντρεύτηκε τον Βαγγέλη Τριμούρα, ελεγκτή στα λεωφορεία, με τον οποίο είχε γνωριστεί όσο ήταν ακόμη στη Χαλκίδα. Ο γάμος τους κράτησε μόνο έξι μήνες και η Σωτηρία βρέθηκε στις φυλακές «Αβέρωφ», όταν στον τελευταίο τους καβγά του έριξε βιτριόλι στο πρόσωπο. Στο Εφετείο η ποινή της μειώθηκε από 3,5 χρόνια σε 6 μήνες και αφέθηκε ελεύθερη. Το μαρτύριό της συνεχίστηκε όταν επέστρεψε στο πατρικό της στη Χαλκίδα, καθώς οι δικοί της θεωρούσαν ότι τους ντρόπιαζε. Μην αντέχοντας το καθημερινό ξύλο, αποφάσισε να ξαναδοκιμάσει την τύχη της στην πρωτεύουσα. Καθώς η μέρα αυτού του ταξιδιού της συνέπεσε με την 28η Οκτωβρίου 1940, πέρασε όλη την περίοδο του πολέμου και τα χρόνια της Κατοχής κάτω από δύσκολες συνθήκες και κάνοντας διάφορες δουλειές. Ανάμεσα στα άλλα τραγουδούσε για ένα χαρτζιλίκι σε διάφορα ταβερνάκια, με μια κιθάρα που είχε αγοράσει στο μεταξύ. Μετά την απελευθέρωση και αφού γνώρισε από κοντά την αγριότητα και τις διώξεις του Εμφυλίου, όντας ενεργό μέλος του αντάρτικου, την ανακάλυψε σε μια ταβέρνα των Εξαρχείων ο θεατρικός συγγραφέας Κίμων Καπετανάκης και τη σύστησε στο φίλο του Βασίλη Τσιτσάνη. Ο βάρδος του ρεμπέτικου ενθουσιάστηκε από τη φωνή της και της πρότεινε να μπουν μαζί στο στούντιο. Η επιτυχία των πρώτων της ηχογραφήσεων με τον αξέχαστο Τσιτσάνη («Συννεφιασμένη Κυριακή», «Τα Καβουράκια», «Όταν πίνεις στην ταβέρνα», «Κάνε λιγάκι υπομονή») την καθιέρωσε ως λαϊκή τραγουδίστρια, ενώ τα χρόνια 1948 - 1955 ήταν περιζήτητη ανάμεσα στους κορυφαίους συνθέτες. Μεταξύ άλλων, συνεργάστηκε με τους Γιάννη Παπαϊωάννου («Γύρνα στη ζωή την πρώτη», «Κάνε κουράγιο καρδιά μου», «Άνοιξε, άνοιξε»), Γιώργο Μητσάκη («Ο ναύτης», «Το σβηστό φανάρι»), Απόστολο Καλδάρα («Είπα να σβήσω τα παλιά»), Απόστολο Χατζηχρήστο, Μανώλη Χιώτη κ.ά. Η καριέρα της γνώρισε μία κάμψη στα πρώτα χρόνια της δεκαετίας '60. Από το 1966, όμως, κέρδισε ξανά τη θέση της κορυφαίας ερμηνεύτριας του είδους, προχωρώντας σε πρωτοποριακές συνεργασίας με σύγχρονους έντεχνους συνθέτες: Μούτσης («Το φράγμα»), Σαββόπουλος («Το βαρύ ζεϊμπέκικο»), Ανδριόπουλος («Λαϊκά προάστια»), Κουνάδης («Δεν περισσεύει υπομονή»), Λάγιος («Λαός»), Ανδριόπουλος κ.ά. Παράλληλα, ξανατραγούδησε παλιά λαϊκά και ρεμπέτικα τραγούδια, από τα οποία την αγάπησε η νέα γενιά και τη στήριξε στις αδιάκοπες εμφανίσεις της στα λαϊκά κέντρα, στις μπουάτ της Πλάκας, καθώς και σε μεγάλες συναυλιακές και άλλες πολιτιστικές εκδηλώσεις. Το Μάρτιο του 1993 ήρθε αντιμέτωπη με τα πρώτα σοβαρά προβλήματα υγείας, όταν εισήχθη επειγόντως στο νοσοκομείο «Σωτηρία» με βαριά αναπνευστική ανεπάρκεια και πνευμονικό εμφύσημα. Λίγο αργότερα, διαγνώστηκε ότι έπασχε από καρκίνο του φάρυγγα. Έχασε τη φωνή της και δύο ημέρες πριν τα 76 γενέθλιά της, στις 27 Αυγούστου 1997, άφησε την τελευταία της πνοή στο νοσοκομείο «Μεταξά» του Πειραιά.



© SanSimera.gr